πάδῳ

πάδῳ
πάδος
Prunus Mahaleb
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παδώ — παδῶ, άω (Α) (δωρ. τ.) βλ. πηδώ …   Dictionary of Greek

  • πάδωι — πάδῳ , πάδος Prunus Mahaleb fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηδώ — πηδῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παδώ Α 1. τινάζομαι ψηλά, μετακινούμαι με άλμα από ένα σημείο σε άλλο (α. «πηδάνε, παίζουν και γλεντάν», δημ. τραγούδι β. «υψόσε ποσσὶν ἐπήδα», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ με άλμα πάνω από κάτι (α. «πήδησα το χαντάκι» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”